ξορκίζω

ξορκίζω
μετ.
1) заклинать, произносить заклятие; 2) заклинать, умолять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξορκίζω" в других словарях:

  • ξορκίζω — ξορκίζω, ξόρκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξορκίζω — βλ. εξορκίζω …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξορκίζω — (ε)ξόρκισα, (ε)ξορκίστηκα, (ε)ξορκισμένος, μτβ. 1. ορκίζω κάποιον σε κάτι, τον βάζω να ορκιστεί σε κάτι ιερό ότι θα κάνει ή δε θα κάνει κάτι: Σ εξορκίζω στην ψυχή της μάνας σου. 2. απομακρύνω τα πονηρά πνεύματα με προσευχές, ιεροπραξίες ή μαγικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… …   Dictionary of Greek

  • καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμετρώ — άω ξορκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. ἐκ μετρῶ, με σημασιολογική εξέλιξη] …   Dictionary of Greek

  • ξορκισμός — ο [ξορκίζω] το ξόρκισμα …   Dictionary of Greek

  • ξόδι — το 1. εκφορά νεκρού, κηδεία 2. θρήνος, οδυρμός, ολοφυρμός για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐξ όδιον «εκφορά νεκρού», ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ἐξ όδιος, με σίγηση τού αρκτ. ε . Κατ άλλους, η λ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ξόρκι — το 1. επωδή 2. εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξορκίζω (πρβλ. ξοδιάζω: ξόδι)] …   Dictionary of Greek

  • ξόρκισμα — το [ξορκίζω] ξόρκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»